- φιλδισένιος, -ια, -ιο
- βλ. φιλντισένιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλδισένιος — α, ο, Ν βλ. φιλντισένιος … Dictionary of Greek
φιλντισένιος — και φιλδισένιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από φίλντισι, σεντεφένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλντισι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαλαματ ένιος)] … Dictionary of Greek
φιλντισένιος, -ια, -ιο — και φιλδισένιος, ια, ιο 1. ο καμωμένος από φίλντισι (βλ. λ.), από ελεφαντοκόκαλο ή ελεφαντόδοντο. 2. ο κατασκευασμένος από μάργαρο, από σεντέφι, από μαντραπέρλα. 3. (για έπιπλα), αυτός που έχει διακόσμηση με μικρά κομμάτια ελεφαντοκόκαλο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)